επαναπολώ

επαναπολώ
ἐπαναπολῶ, -έω (Α)
1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.)
2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι
επανέρχομαι στα ίχνη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-πολώ. Το β' συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να είναι είτε μεταρρηματικό (< πέλομαι «κινούμαι») είτε μετονοματικό (< πόλος «άξων τής γης, στερέωμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαναπόλησις — ἐπαναπόλησις, η (Α) [επαναπολώ] νέα εξέταση και μελέτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”